marry
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | marry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | marries |
αόριστος | married |
παθητική μετοχή | married |
ενεργητική μετοχή | marrying |
Ρήμα επεξεργασία
marry (en)
ενεστώτας | marry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | marries |
αόριστος | married |
παθητική μετοχή | married |
ενεργητική μετοχή | marrying |
marry (en)