mardi gras
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mardi gras | mardi gras |
mardi gras (fr) αρσενικό
- το ισοδύναμο της Καθαράς Δευτέρας, τελευταία μέρα του καρναβαλιού, πριν την Σαρακοστή
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mardi gras | mardi gras |
mardi gras (fr) αρσενικό