malprofunda
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- malprofunda < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malprofunda | malprofundaj |
αιτιατική | malprofundan | malprofundajn |
malprofunda (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | malprofunda | malprofundaj |
αιτιατική | malprofundan | malprofundajn |
malprofunda (eo)