Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

malpravigi < mal (στερητικό) + pravigi (δικαιώνω, δικαιολογώ)

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα malpravigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας malpravigas malpraviganta malpravigata
αόριστος malpravigis malpraviginta malpravigita
μέλλοντας malpravigos malpravigonta malpravigota
υποθετική malpravigus - -
προστακτική malpravigu - -

malpravigi (eo)