malléable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- malléable < λατινική malleabilis
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
malléable | malléables |
malléable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
malléable | malléables |
malléable (fr) αρσενικό ή θηλυκό