Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

malléable < λατινική malleabilis

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.le.abl/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
malléable malléables

malléable (fr) αρσενικό ή θηλυκό