majonezo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | majonezo | majonezoj |
αιτιατική | majonezon | majonezojn |
majonezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | majonezo | majonezoj |
αιτιατική | majonezon | majonezojn |
majonezo (eo)