Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
main clause main clauses

  Ετυμολογία επεξεργασία

main clause < → δείτε τις λέξεις main και clause

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

main clause (en)

  1. (γραμματική) συνώνυμο του independent clause
  2. (γραμματική) η απόδοση στον υποθετικό λόγο
     συνώνυμα: apodosis, then-clause

Δείτε επίσης επεξεργασία