magnetofono
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- magnetofono < magnetofon- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | magnetofono | magnetofonoj |
αιτιατική | magnetofonon | magnetofonojn |
magnetofono (eo)
- το μαγνητόφωνο