Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

macrophage < macro- + -phage

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /makʁɔfaʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
macrophage macrophages

macrophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
macrophage macrophages

macrophage (fr) αρσενικό