machine à laver
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
machine à laver | machines à laver |
machine à laver (fr) θηλυκό
- πλυντήριο (ρούχων)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
machine à laver | machines à laver |
machine à laver (fr) θηλυκό