macération
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.se.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
macération | macérations |
macération (fr) θηλυκό
- το μαρινάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
macération | macérations |
macération (fr) θηλυκό