maŝin-
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- maŝin- < γαλλική, αγγλική machine, γερμανική Maschine, ρωσική машина, λιθουανική mašina, πολωνική maszyna
Ρίζα επεξεργασία
maŝin- (eo)
- ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: μηχανή
maŝin- (eo)