Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική małżonka małżonki
γενική małżonki małżonek
δοτική małżonce małżonkom
αιτιατική małżon małżonki
οργανική małżon małżonkami
τοπική małżonce małżonkach
κλητική małżonko małżonki

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

małżonka (pl) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

małżonka (pl) αρσενικό