młodość
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | młodość | młodości |
γενική | młodości | młodości |
δοτική | młodości | młodościom |
αιτιατική | młodość | młodości |
οργανική | młodością | młodościami |
τοπική | młodości | młodościach |
κλητική | młodości | młodości |
Ετυμολογία επεξεργασία
- młodość < młody
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
młodość (pl) θηλυκό