Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

móc < πρωτοσλαβική *moťi από προηγούμενα *mogti, *mogťi

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /muts/
 
 
 

  Ρήμα επεξεργασία

móc (pl)

  1. μπορώ
    przepraszam, ale nie może pan tu wejść bo to zabronione - συγνώμη, αλλά δεν μπορείτε να μπείτε εδώ γιατί απαγορεύεται

Συγγενικά επεξεργασία