Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.tʁik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
métrique métriques

métrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό