métaphrastique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ta.fʁas.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
métaphrastique | métaphrastiques |
métaphrastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
métaphrastique | métaphrastiques |
métaphrastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό