méningitique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.nɛ̃.ʒit/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
méningitique | méningitiques |
méningitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
méningitique | méningitiques |
méningitique (fr) αρσενικό ή θηλυκό