Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
máquina máquinas

máquina (pt) θηλυκό

  1. η μηχανή
  2. η γραφομηχανή
    escrever à máquina - γράφω στη γραφομηχανή