Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

lys < lis, πληθυντικός του lil < λατινική lilium

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lis/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
lys lys

lys (fr) αρσενικό (& lis)

  • → δείτε τη λέξη lis