Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

lumiĝi < lum- + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα lumiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας lumiĝas lumiĝanta lumiĝata
αόριστος lumiĝis lumiĝinta lumiĝita
μέλλοντας lumiĝos lumiĝonta lumiĝota
υποθετική lumiĝus - -
προστακτική lumiĝu - -

lumiĝi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία