lugubre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lugubre < (άμεσο δάνειο) λατινική lugubris < lugere, πενθώ
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
lugubre | lugubres |
lugubre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
lugubre | lugubres |
lugubre (fr) αρσενικό ή θηλυκό