ludilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ludilo | ludiloj |
αιτιατική | ludilon | ludilojn |
ludilo (eo)
- το παιχνίδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ludilo | ludiloj |
αιτιατική | ludilon | ludilojn |
ludilo (eo)