louche
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
louche | louches |
louche (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
louche | louches |
louche (fr) θηλυκό
- η κουτάλα
ενικός | πληθυντικός |
louche | louches |
louche (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
louche | louches |
louche (fr) θηλυκό