loosen
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | loosen |
γ΄ ενικό ενεστώτα | loosens |
αόριστος | loosened |
παθητική μετοχή | loosened |
ενεργητική μετοχή | loosening |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
loosen (en)
- ξεσφίγγω
- ↪ I loosen the belt - ξεσφίγγω τη ζώνη
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη loose