looks
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
looks (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
looks (en)
- τα φαινόμενα, η εμφάνιση, η ελκυστικότητα κάποιου
- ↪ You must not judge by looks.
- Δεν πρέπει να κρίνεις από τα φαινόμενα.
- ↪ Looks are deceiving.
- Τα φαινόμενα απατούν.
- ↪ You must not judge by looks.
Εκφράσεις επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
looks (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
looks (fr)