Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας look through
γ΄ ενικό ενεστώτα looks through
αόριστος looked through
παθητική μετοχή looked through
ενεργητική μετοχή looking through

  Ετυμολογία επεξεργασία

look through < → δείτε τις λέξεις look και through

  Ρήμα επεξεργασία

look through (en)

  • περνάω, εξετάζω ή διαβάζω κάτι
    I look carefully through a bill.
    Περνάω ένα λογαριασμό προσεχτικά.
    I will look through my notes again before the exams.
    Θα περάσω πάλι τις σημειώσεις μου πριν από της εξετάσεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη examine

  Πηγές επεξεργασία