look round
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | look round |
γ΄ ενικό ενεστώτα | looks round |
αόριστος | looked round |
παθητική μετοχή | looked round |
ενεργητική μετοχή | looking round |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
look round (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) άλλη γραφή του look around