lody
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
lody < lód
Ουσιαστικό επεξεργασία
lody (pl) αρσενικό πληθυντικός
- το παγωτό
Σημειώσεις επεξεργασία
- αν και σπανίζει χρησιμοποιείται και ο ενικός με ελαφρά διαφορετική κλίση από το lód
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
lody (pl)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του lód