lockdown
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
lockdown (en)
- (επιδημιολογία) αποκλεισμός, κλείδωμα (χώρου ή σε χώρο)· καραντίνα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- lockdown στη Βικιπαίδεια
- lockdown στην αγγλική Βικιπαίδεια (σελίδα αποσαφήνισης)