localization
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
localization | localizations |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
localization (en)
- (πληροφορική) η προσαρμογή - μετατροπή των μηνυμάτων (η και άλλων χαρακτηριστικών) ενός προγράμματος σε τοπική γλώσσα (ή στους τοπικούς ιδιωματισμούς)