loĝanto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loĝanto | loĝantoj |
αιτιατική | loĝanton | loĝantojn |
loĝanto (eo)
- ο κάτοικος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loĝanto | loĝantoj |
αιτιατική | loĝanton | loĝantojn |
loĝanto (eo)