liturgia
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liturgia | liturgiaj |
αιτιατική | liturgian | liturgiajn |
liturgia (eo)
- λειτουργικός, σχετικός με τη (θεία) λειτουργία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liturgia | liturgiaj |
αιτιατική | liturgian | liturgiajn |
liturgia (eo)