listener
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
listener | listeners |
listener (en)
- ο ακροατής
- (πληροφορική, προγραμματισμός) η συνάρτηση (function) που εκτελείται ως απάντηση σε ένα συμβάν (event)
Υπερώνυμα επεξεργασία
(πληροφορική)