lipomo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lipomo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lipomo | lipomoj |
αιτιατική | lipomon | lipomojn |
lipomo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lipomo | lipomoj |
αιτιατική | lipomon | lipomojn |
lipomo (eo)