lionceau
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
lionceau < leüncel
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lionceau | lionceaux |
lionceau (fr) αρσενικό (θηλυκό: lionçonne)
- (θηλαστικό ζώο) το λιονταράκι, το μικρό του λιονταριού