linko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- linko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | linko | linkoj |
αιτιατική | linkon | linkojn |
linko (eo)
- (θηλαστικό ζώο) ο λύγκας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | linko | linkoj |
αιτιατική | linkon | linkojn |
linko (eo)