linguistique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- linguistique < linguiste
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lɛ̃.ɡɥis.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
linguistique | linguistiques |
linguistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
linguistique | linguistiques |
linguistique (fr) θηλυκό