Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

likelihood < likely + -hood

  Ουσιαστικό επεξεργασία

likelihood (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)

  • η πιθανότητα
    In all likelihood he will come/it will rain/he will agree.
    Κάτα πάσα πιθανότητα θα έρθει/θα βρέξει/θα συμφωνήσει.
    What is the likelihood?
    Τι πιθανότητες υπάρχουν;

  Πηγές επεξεργασία