ligneux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ligneux | ligneux |
θηλυκό | ligneuse | ligneuses |
ligneux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ligneux | ligneux |
θηλυκό | ligneuse | ligneuses |
ligneux (fr)