Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lifesaver lifesavers

  Ετυμολογία επεξεργασία

lifesaver < life + saver. (μαρτυρείται από το 1887)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlaɪfˌseɪ.vər/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈlaɪfˌseɪ.vɚ/ (ΗΠΑ)
τυπογραφικός συλλαβισμός: life‐sav‐er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lifesaver (en)

  1. ο διασώστηςδιασώστρια
     συνώνυμα: rescuer
  2. το σωσίβιο
     συνώνυμα: life preserver
  3. (ανεπίσημο, μεταφορικά) η σωτηρία, ο σωτήρας
  4. (Αυστραλία) ο ναυαγοσώστηςναυαγοσώστρια
     συνώνυμα: lifeguard

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. lifesaver - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)

  Πηγές επεξεργασία