Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

licet < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

licet (la) (απρόσωπο) (licet-licuit (& licitum est)-(licitum)-licere)