lewd
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | lewd |
συγκριτικός | lewder |
υπερθετικός | lewdest |
Ετυμολογία επεξεργασία
- lewd < μέση αγγλική lewed
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
lewd (en)
παραθετικά | |
θετικός | lewd |
συγκριτικός | lewder |
υπερθετικός | lewdest |
lewd (en)