Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός lewd
συγκριτικός lewder
υπερθετικός lewdest

  Ετυμολογία επεξεργασία

lewd < μέση αγγλική lewed

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ljuːd/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /lud/ (ΗΠ)

  Επίθετο επεξεργασία

lewd (en)

  • αισχρός, πρόστυχος, άσεμνος, που αναφέρεται στο σεξ με αγενή και προσβλητικό τρόπο
    He made her an object of his lewd desires.
    Την έκανε αντικείμενο των αισχρών του ορέξεων.
    lewd songs - πρόστυχα τραγούδια
    lewd photos/acts/gestures - άσεμνες φωτογραφίες/πράξεις/χειρονομίες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obscene

  Πηγές επεξεργασία