Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

leviĝi < lev- + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα leviĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας leviĝas leviĝanta leviĝata
αόριστος leviĝis leviĝinta leviĝita
μέλλοντας leviĝos leviĝonta leviĝota
υποθετική leviĝus - -
προστακτική leviĝu - -

leviĝi (eo)