lernejestro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lernejestro | lernejestroj |
αιτιατική | lernejestron | lernejestrojn |
lernejestro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lernejestro | lernejestroj |
αιτιατική | lernejestron | lernejestrojn |
lernejestro (eo)