leporino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- leporino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leporino | leporinoj |
αιτιατική | leporinon | leporinojn |
leporino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leporino | leporinoj |
αιτιατική | leporinon | leporinojn |
leporino (eo)