lent
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
lent (en)
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
lent (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
lent (fr) αρσενικό lente θηλυκό(πληθυντικός lents, lentes)
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
lent (ca)