Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

legislation (en)

  1. η νομοθεσία· η νόμοι εν ισχύ συνολικά
  2. η νομοθέτηση· η ψήφιση/θέσπιση νέων νόμων