leĝokadro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leĝokadro | leĝokadroj |
αιτιατική | leĝokadron | leĝokadrojn |
leĝokadro (eo)
Συνώνυμα επεξεργασία
Άλλες γραφές επεξεργασία
- leghokadro στο H-sistemo
- legxokadro στο X-sistemo