leĝisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leĝisto | leĝistoj |
αιτιατική | leĝiston | leĝistojn |
leĝisto (eo)
- ο νομοθέτης
- ο δικαστικός, αυτός που έχει επάγγελμα σχετικό με τη δικαιοσύνη